- ἔρσενα
- ἄρσηνNTneut nom/voc/acc pl (ionic)ἄρσηνNTmasc/fem acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἄρσενα — ἄρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl ἄρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg ἔρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (ionic) ἔρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρος — και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, ον, Α 1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.) 2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι… … Dictionary of Greek